χρεμέτισμα

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A neighing, whinnying, Iamb.Bab.p.50H. (pl.): metaph., χ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα AP5.244 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1370] τό, das Gewieher; auch von Menschen, Macedon. (V, 245).

Greek (Liddell-Scott)

χρεμέτισμα: τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9.

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα.