χρεμέτισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A neighing, whinnying, Iamb.Bab.p.50H. (pl.): metaph., χ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα AP5.244 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1370] τό, das Gewieher; auch von Menschen, Macedon. (V, 245).
Greek (Liddell-Scott)
χρεμέτισμα: τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9.
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα.