Ep. pf. part. for πεφευγότες, cf. φύζα.
πεφυζότες: μετοχ. Ἐπικ. πρκμ. ἀντὶ πεφευγότες, πρβλ. φύζα.
part. pl. pf. Act. épq. de φεύγω.