πεφυζότες
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
Ep. pf. part. for πεφευγότες, cf. φύζα.
French (Bailly abrégé)
part. pl. pf. Act. épq. de φεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφυζότες ep. ptc. perf. act. nom. m. plur. van φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
πεφυζότες: эп. part. pf. pl. к φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
πεφυζότες: μετοχ. Ἐπικ. πρκμ. ἀντὶ πεφευγότες, πρβλ. φύζα.
English (Autenrieth)
see φεύγω.
Greek Monotonic
πεφυζότες: Επικ. αντί πεφευγότες, μτχ. παρακ. πληθ. του φεύγω.