γαλακτοθρέμμων

Revision as of 12:21, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

   A v. γαλακοθρ-.

German (Pape)

[Seite 471] ον, milchgenährt, Antiphan. bei Ath. X, 449 b, wo Dind. u. Mein. des Metrums wegen γαλατοθρεμμων conj.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοθρέμμων: ἴδε ἐν λ. γαλατοθρ-.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοθρέμμων) -ον
nutrido con leche paród. χύτραν ... νεογενοῦς ποίμνης ... γαλακτοθρέμμονα ... εἴδη κύουσαν Antiph.55.4.