ἀποτεταγμένως
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτεταγμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ., ὡρισμένως, ἀποκλειστικῶς, Ὠριγέν. Κατὰ Κέλσ. 4. σ.198.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. med. de ἀποτάσσω particularmente, personalmente μὴ ἐπονομάζεσθαί τινι ἀ. μήτε ἱμάτιον μήτε σκεῦος no atribuir a nadie en particular ni vestido ni ningún objeto personal como principio de la vida cenobítica, Basil.M.31.881C.