κεραίω

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε

   A mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:— Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v. l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.