τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
κατατάμνω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ κατατέμνω.
κατατάμνω (Α)ιων. τ. βλ. κατατέμνω.