ὀνειρόμαντις

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A interpreter of dreams, A. Ch.33 (lyr.), Magn.4.

German (Pape)

[Seite 346] aus Träumen wahrsagend, der Traumdeuter, Aesch. Ch. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειρόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐκ τῶν ὀνείρων μαντευόμενος, ὀνειροκρίτης, Αἰσχύλ. Χο 33, Μάγνης ἐν «Λυδοῖς» 2. - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
celui qui prédit l’avenir d’après les songes.
Étymologie: ὄνειρος, μάντις.