θεσμοθέτις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1203] ιδος, ἡ, die Gesetzgeberinn, Demeter, Phurnut. 28.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοθέτις: -ιδος, ἡ, = θεσμοφόρος, Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 28.
Greek Monolingual
η
βλ. θεσμοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεσμοθέτης].
[Seite 1203] ιδος, ἡ, die Gesetzgeberinn, Demeter, Phurnut. 28.
θεσμοθέτις: -ιδος, ἡ, = θεσμοφόρος, Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 28.
η
βλ. θεσμοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεσμοθέτης].