χαμαιτύπη

Revision as of 19:23, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ἡ,

   A harlot, strumpet, Timocl.22.2, Men.879, Sam.133, Theopomp.Hist.217 codd.Ath. (χαμαιτύπους codd. Plb.), Phld.Rh.1.236S., Ph.2.48, Plu.2.5b.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτύπη: [ῡ], ἡ, κοινὴ πόρνη, ὅσον τὸ μεταξὺ μετὰ κορίσκης ἢ μετὰ χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 294, Θεόπομ. παρ’ Ἀθην. 260F (φέρεται ἀρσεν. χαμαιτύπους παρὰ Πολυβ 8. 11, 11), πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 5Β, «χαμαιτύπη, οὐ χαμαιτυπίς, δηλοῖ δὲ τὴν ἄδοξον καὶ εὐτελῆ πόρνην» Θωμ. Μάγιστρ. 910.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prostituée.
Étymologie: χαμαί, τύπτω.