χαμαί

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαί Medium diacritics: χαμαί Low diacritics: χαμαί Capitals: ΧΑΜΑΙ
Transliteration A: chamaí Transliteration B: chamai Transliteration C: chamai Beta Code: xamai/

English (LSJ)

A Adv. on the ground, χ. ἧσθαι Od.7.160; τὸν αὖ χ. ἐξενάριξε Il.11.145; χ. ἐρχομένων ἀνθρώπων 5.442, cf. Sapph.94, etc.; χ. τιθεὶς πόδα A.Ag.906; αἷμα μητρῷον χ. Id.Eu.261 (lyr.), cf. Ar. Ach.869, Eq.155, Nu.231, al.; θέντες χ. Hdt.4.67; χ. καθίζοντες Pl. Criti.120b; χ. κείμενος IG22.1672.305; of birds, ποιεῖν νεοττιὰν χ., opp. ἐπὶ δένδρου, Arist.HA618a10.
2 metaph., ἐσλὸν χ. σιγᾷ καλύψαι to bury in silence underground, Pi.N.9.7; χ. ἐρχόμενοι cleaving to earth, Luc.Herm.5, Icar.6; ὁ χ. βίος Metrod.Fr.38.
II = χαμᾶζε, to earth, ἐν κονίῃσι χ. πέσεν Il.4.482; χ. βάλον ἐν κονίῃσι 5.588, cf. Od.22.188, Il.4.526; ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε 8.320; μὴ χ. πεσεῖν to the ground, E.Med.1170; οὐ χ. πεσεῖται ὅ τι ἂν εἴπῃς Pl. Euthphr. 14d; ἔπτυσε χ. Ev.Jo.9.6; also ἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. AP11.89 (Lucill.). (Cf. Lat. humus, humi, Lith. žẽmė 'earth'.)

French (Bailly abrégé)

adv.
à terre sans mouv. ou avec mouv. : χαμαὶ ἔρχεσθαι LUC marcher en rampant ; ὁ χαμαὶ βίος PLUT la vie terre à terre, la vie simple, modeste.
Étymologie: anc. locatif du nomin. inus. χαμά, la terre ; cf. lat. humus, humi ; cf. χθαμαλός, χθών.

English (Autenrieth)

(loc. form χαμα, cf. humi): on the ground, to the ground.

English (Slater)

χᾰμαί on the ground τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί (O. 6.45) χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (N. 6.51) met., ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί, ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (P. 8.93) γνωμὰν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν (N. 4.41) ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7)

English (Strong)

adverb perhaps from the base of χάσμα through the idea of a fissure in the soil; earthward, i.e. prostrate: on (to) the ground.

English (Thayer)

adverb;
a. on the ground, on the earth.
b. to the ground; in both senses from Homer down; in the latter sense on); John 18:6>.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» — ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ.
θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ 'πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ.
γ. «ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος», ΚΔ)
αρχ.
1. μτφ. στο σκοτάδι, στην αφάνεια
2. φρ. α) «χαμαὶ ἔρχομαι» — είμαι ταπεινός (Λουκιαν.)
β) «ὁ χαμαὶ βίος» — ο επίγειος βίος (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. χαμαί ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας της λ. χθών (για τη μορφή της ρίζας βλ. λ. χθών) και εμφανίζει τη δυσερμήνευτη επιρρμ. κατάλ. -αι (πρβλ. πάλαι, παραί) η οποία έχει πιθ. προέλθει από μια παλαιά δοτική πτώση ενός αμάρτυρου θηλ. χαμά (πρβλ. τα ομόρριζα: λατ. επίρρ. humi «καταγής», δοτ. του humus «γη», αρχ. πρωσ. semmai «κάτω, πάνω στη γη»). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η ερμηνεία του τ. χαμαί ως αρχαίας τοπικής. Η σύνδεση του τ. χαμαί με το μυκηναϊκό kama «μικρό κομμάτι γης», που υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές, δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

χαμαί: [ᾰ], επίρρ.:
I. 1. πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος, Λατ. humi, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., χαμαὶ καλύπτειν, θάβω κάτω από τη γη, σε Πίνδ.· χαμαὶ ἔρχεσθαι, είμαι ταπεινός, μετριόφρων, σε Λουκ.
II. χαμᾶζε, χαμάδις, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

German (Pape)

(mit humus zusammenhangend), adv., auf der Erde, am Boden; χαμαὶ ἐρχομένων ἀνθρώπων Il. 5.442; τὸν χαμαὶ ἐξενάριξεν 11.145; χαμαὶ ἧσθαι Od. 7.160; Pind. übertragen, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7; Aesch. Eum. 251; Eur. Med. 1170; Ar. Ach. 834 und öfter; χαμαὶ καθίζοντες Plat. Critia. 120b, und öfter; Xen. Cyr. 5.1.3; – aber auch = χαμᾶζε, auf den Boden, auf die Erde, ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν Il. 4.482 und öfter, wo man aber die praepos. ἐν zu beachten hat, der χαμαί genauer als χαμᾶζε entspricht, wie χαμαὶ βάλον ἐν κονίῃσι 5.588; ἐν δ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες 4.526, 21.181; ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε 8.320, und sonst; πιτνεῖ χαμαί Pind. P. 8.97; μὴ χαμαὶ τιθεὶς τὸν σὸν πόδα Aesch. Ag. 880; εἰς τὸ χαμαί Ep.adesp. 108 (XI.89); ὥστε οὐ χαμαὶ πεσεῖται, ὅτι ἂν εἴπῃς Plat. Euthyphr. 14d; einzeln bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαί: adv. [арх. locat. к * χαμά земля]
1 на земле (ἧσθαι Hom.; κεῖσθαι Xen.): χ. ἔρχεσθαι Hom., Luc.; ходить по земле, перен. быть смиренным, держаться скромно; ὁ χ. βίος Plut. скромная жизнь;
2 на землю (πόδα τιθέναι Aesch.; καθίζειν Plat.; ἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. τι Anth.): χ. πίπτειν Eur. падать на землю, перен. Plat. пропадать без пользы.

Middle Liddell

I. on the earth, on the ground, Lat. humi, Hom., Hdt., Attic
2. metaph., χ. καλύπτειν to bury underground, Pind.; χ. ἔρχεσθαι to be humble, modest, Luc.
II. = χαμᾶζε, χαμάδις, Il., Eur.

Frisk Etymology German

χαμαί: {khamaí}
Grammar: Adv.
Meaning: zur Erde hin, auf der Erde (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied unbeschränkt produktiv, z.B. χαμαιπετής zu Boden fallend, gefallen, auf dem Boden liegend, nichtig (Pi., Trag., auch Pl., Plb. u.a.), Univerbierung von χαμαὶ πεσεῖν; χαμαίζηλος eig. "zur Erde hin strebend", niedrig, gemein, klein, auch (sc. δίφρος) Fußschemel (Hp., Pl., Arist. usw.; nicht mit Schulze Q. 244 zu ζῆν leben), χαμαιεύνης, pl. -εῦναι auf der Erde sein Lager habend (P 235, Emp. u.a.), f. -ευνάδες (Od.; Fraenkel Nom. ag. 1, 191 A. 1 und 2, 153 A. 1), mit Elision χαμεύνη (Poll., H., AP), χάμευνα (att. Inschr., A. u.a.; Solmsen Wortforsch. 256f.) f. Lager auf der Erde. Zu χαμαι- in Pflanzen- und Tiernamen Strömberg Pfl. 109ff.; zu χαμαιλέων (Lehnübers. aus dem Semit. -Akkad.?) Lewy KZ 58, 33; dazu noch Dawkins JHSt. 56, 5 ff.
Derivative: Daneben χαμᾶζε zu Boden (Hom., auch Trag. u. sp. Prosa) nach Ἀθήναζε usw. (Akz., attizisierend, nach Hdn. Gr. 2, 951 u.a.); danach -ᾶθεν von der Erde, vom Boden (Hdt., att. Kom.), auch -αῖθεν (A.D., Plu.), äol. -άδις zu Boden (Hom., A. in lyr.; wie ἄλλυδις u. a.), dor. ( ? ) -άνδις (Theognost.). Weitere Einzelheiten bei Schwyzer 625, Chantraine Gramm. hom. 1, 189, 191 u. 247, auch Björck Alpha impurum 44 (überall m. weiterer Lit.). — Von χαμαί noch: χαμηλός niedrig (Pi., X., Nik., Str. u.a.), nach ὑψηλός; -ῖτις (ἄμπελος) niedrig (Gp., Suid., Eust.; Redard 69).
Etymology: Erstarrte Kasusform eines Wortes für Erde, gewöhnlich als Dativ erklärt, s. Schwyzer 548 m. reicher Lit.; vgl. πάλαι, παραί. Damit läßt sich vielleicht lat. humī zu Boden gleichsetzen (idg. *ĝhm̥mai), der Stammvokal ist jedoch mehrdeutig (< idg. o?). Daneben mit e -Vokal apreuß. semmai nieder. Weiteres s. χθών.
Page 2,1071

Chinese

原文音譯:cama⋯ 哈買
詞類次數:副詞(2)
原文字根:在地上
字義溯源:在地上^,在地,地上;或源自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X=裂開*)
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 地上(1) 約18:6;
2) 在地(1) 約9:6

English (Woodhouse)

on the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καταγῆς). Ἀπό ρίζα χαμ-, ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: χαμάδις, χαμᾶζε, χαμαίζηλος (=χαμηλός, ταπεινός), χαμαιλέων (=σαύρα), χαμαίμηλον (=τό χαμομήλι), χαμαιπετής (=ξαπλωμένος καταγῆς), χαμαιτυπεῖον (=πορνεῖο), χαμερπής, χαμηλός, καί τά χθαμαλός, χθών.