Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
θῡμοκράτωρ: -ορος, ὁ, ὁ κρατῶν τοῦ θυμοῦ, Θ. Λασκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.
θυμοκράτωρ, ὁ (Μ)
αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο-κράτωρ, κλειδο-κράτωρ].