θυμοκράτωρ

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοκράτωρ: -ορος, ὁ, ὁ κρατῶν τοῦ θυμοῦ, Θ. Λασκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

θυμοκράτωρ, ὁ (Μ)
αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο-κράτωρ, κλειδο-κράτωρ].