ἀρτιγέννητος
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A βρέφη 1 Ep.Pet.2.2, cf. Luc.Alex.13, Longus 1.9,al.
German (Pape)
[Seite 361] dasselbe, Luc. Alex. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιγέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λουκ. Ἀλεξ. 12, Λόγγος 1. 7., 2. 3.
ον, = foreg.,
A βρέφη 1 Ep.Pet.2.2, cf. Luc.Alex.13, Longus 1.9,al.
[Seite 361] dasselbe, Luc. Alex. 13.
ἀρτιγέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λουκ. Ἀλεξ. 12, Λόγγος 1. 7., 2. 3.