αἱματοσταγής

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ές, (στάζω)

   A blood-dripping, reeking with blood, φόνος A.Ag.1309, cf. Pers.816, E. Supp.812 (lyr.), Ar.Ra.471.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματοσταγής: -ές, (στάζω) = ὁ στάζων αἷμα, ἀνχίζων αἷμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ λέξις εἶνε παρὰ τὸ μέτρον: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. δειματοσταγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dégouttant de sang.
Étymologie: αἷμα, στάζω.