σφᾰδᾰνός: -ή, -όν, διάφορ. γραφ. ἐν Ἰλ. Λ. 165, Π. 372, ἀντὶ σφεδανός, ὃ ἴδε.
-ή, -όν, Αβλ. σφεδανός.