σφεδανός
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
σφεδανή, σφεδανόν,
A = σφοδρός, vehement, violent, στάσιες Xenoph.1.23; γένυες (sc. λέοντος) AP6.219.12 (Antip.); τόξον Euph.9.10; κάρηαρ Nic.Th.642; ῥοιζός Epic. in Arch.Pap.7p.4.
II Hom. only neut. sg. as adverb, eagerly, σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Il.11.165, 16.372; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542 (Aristarch. and several codd. σφεδανῶν, from σφεδανάω, raging, cf. Theognost.Can.12, Hsch.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
violent, véhément, impétueux ; adv. • σφεδανόν IL vivement.
Étymologie: cf. σφαδᾴζω, σφοδρός ; sel. d'autres, apparenté à σπεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφεδανός -ή -όν [~ σφαδάζω, σφενδόνη] gewelddadig, hevig, heftig. adv. acc. n. onstuimig, wild.
German (Pape)
(mit σφοδρός zusammenhangend), eifrig, heftig, ungestüm, gewaltsam; Hom. nur Adverbial, σφεδανὸν κελεύω, Il. 11.165, 16.372, ὁ δὲ σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ, 21.542; sp.D., γένυες λέοντος Antip.Sid. 27 (VI.219), κάρηνον Nic. Th. 642, wo es τραχύ, σκληρὸν ἢ σφιγκτόν erklärt wird.
Die Ableitung des Wortes war schon den Alten unsicher, die deshalb σφαδανόν, wie von σφαδάζω, od. σφεδανῶν = φονεύων, auch getrennt σφε δανῶν schreiben wollten.
Russian (Dvoretsky)
σφεδᾰνός: сильный, мощный (γένυες λέοντος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σφεδᾰνός: -ή, -όν, = σφοδρός, ὁρμητικός, βίαιος, ἰσχυρός, στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, συντόνως, ἐπιτεταμένως, σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 (ἔνθα ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, ὁρμητικός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165).
Greek Monolingual
και σφαδανός -ή, -όν, Α
1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.)
2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν
με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ. σφαδάζω) και έχει σχηματιστεί με έρρινο επίθημα -ανός (πρβλ. ἐδανός, σκεπανός). Το επίθ. συνδέεται με το συνώνυμο του σφοδ-ρός, με υγρό επίθημα -ρός (βλ. λ. σφοδρός)].
Greek Monotonic
σφεδᾰνός: -ή, -όν = σφοδρός,
I. ορμητικός, βίαιος, ισχυρός, σε Ανθ.
II. σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με σπουδή.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: violent, vehement (Il. [-όν adv.], Xenoph., hell. epic, AP).
Derivatives: Besides σφοδρός, adv. -ρα, -ρῶς id. (μ 124) with σφοδρ-ότης f. violence, vehemence (Pl., X. a.o.), -ύνομαι, -ύνω, also w. ἐπι-, to become, make violent, vehement (A. Pr. 1011, Ph., Plu. a.o.; after the opposite πραΰνομαι a.o., s. Fraenkel Denom. 37), -όομαι id. (Ph. v.l., Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With σφεδανός cf. ἐδανός, στεγανός, σκεπανός, ἰδανός a.o. (Chantraine Form. 196 f., Schwyzer 489f.); so it can be a primary formation. On the other hand σφοδρός is prob. to be judged like οἰκτρός, φοβερός a.o.; together with σφεδανός it can go back on an r: n-stem (Benveniste Origines 20) [improbable]. Possible Greek cognates are σφαδάζω and σφενδόνη; s.v. with further combinations. -- On σφόδρα also Aly Glotta 15, 97 ff. and Thesleff Intensification 92 ff.
Middle Liddell
σφεδᾰνός, ή, όν = σφοδρός
I. furious, Anth.
II. in Hom. only as adv. vehemently, eagerly.
Frisk Etymology German
σφεδανός: {sphedanós}
Meaning: heftig, ungestüm (Il. [-όν Adv.], Xenoph., hell. Epik, AP).
Derivative: Daneben σφοδρός, Adv. -ρα, -ρῶς ib. (seit μ 124) mit σφοδρότης f. Heftigkeit, Ungestüm (Pl., X. u.a.), -ύνομαι, -ύνω, auch m. ἐπι-, heftig, ungestüm werden, machen (A. Pr. 1011, Ph., Plu. u.a.; nach dem Oppositum πραΰνομαι u.a., s. Fraenkel Denom. 37), -όομαι ib. (Ph. v.l., Gal.).
Etymology: Zu σφεδανός vgl. ἐδανός, στεγανός, σκεπανός, ἰδανός u.a. (Chantraine Form. 196 f., Schwyzer 489f.); es kann somit eine Primärbildung sein. Dagegen ist wohl σφοδρός wie οἰκτρός, φοβερός u.a. zu beurteilen; zusammen mit σφεδανός kann es auf einen r: n-Stamm zurückgehen (Benveniste Origines 20). Denkbare griech. Verwandte sind σφαδάζω und σφενδόνη; s.d. mit weiteren Kombinationen. — Zu σφόδρα noch Aly Glotta 15, 97 ff. und Thesleff Intensification 92 ff.
Page 2,829