παρευνέτις

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A bedfellow, Nonn.D.8.243.

German (Pape)

[Seite 519] ιδος, ἡ, Bettgenossinn, Nonn. D. 8, 243.

Greek (Liddell-Scott)

παρευνέτις: -ιδος, ἡ, σύνευνος, παρευνέτιν Ἐννοσιγαίου Νόνν. Δ. 8. 243.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα -έτις (πρβλ. ευν-έτις)].