σύνευνος

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνευνος Medium diacritics: σύνευνος Low diacritics: σύνευνος Capitals: ΣΥΝΕΥΝΟΣ
Transliteration A: sýneunos Transliteration B: syneunos Transliteration C: synevnos Beta Code: su/neunos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (εὐνή) bed-fellow, consort, mostly of the wife, Pi.O. 1.88, A.Ag.1116 (lyr.), 1442, S.Aj.1301, E.Med.1001 (lyr.), BGU 1080.23 (iii A.D.), etc.; but of the husband, A.Pr.866, Ar.Ec.953 (lyr.), AP7.599 (Jul.), 600 (Id.): fem. συνεύνα ib.5.194 (dub. l., Mel.), IG12(3).238 (Astypalaea).

German (Pape)

[Seite 1021] in einem Bette zusammen, dah Bettgenosse, Gatte, Gattinn; παρθένον σύνευνον Pind. Ol. 1, 88; Aesch. Prom. 868 Ag. 1417; Soph. Ai. 1280 Ant. 647; Ar. Eccl. 953; Eur. ἄλλῃ ξυνοικεῖ συνεύνῳ, Med. 1001; Anacr. 10, 13 u. a. sp. D.; ein fem. συνεύνη steht Mel. 89 (V, 195), bezweifelt von Jac. A. P. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage la couche (épouse) ou la couche d'un autre (concubine).
Étymologie: σύν, εὐνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνευνος -ου, ὁ, ἡ [σύν, εὐνή] bedgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύνευνος: ὁ и ἡ супруг, супруга Pind., Aesch., Eur., Arph.

English (Slater)

σύνευνος, -ον sleeping by one's side ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον pr. to be his bride (O. 1.88)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, ΜΑ
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. πάρευνος].

Greek Monotonic

σύνευνος: ὁ, ἡ (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, σύζυγος, σε Πίνδ., Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνευνος: ὁ, ἡ, (εὐνὴ) ὁ συγκοιμώμενος, σύντροφος τῆς εὐνῆς, σύζυγος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς γυναικός, Πινδ. Ο. 1. 143, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1116, 1442, Σοφ. Αἴ. 1301, Εὐρ. Μήδ. 1001, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Πρ. 866, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 953, Ἀνθ. Π. 7. 699, 700 ― τὸ θηλ. συνεύνα αὐτόθι 5. 195· βεβαιοῦται ἐξ ἐπιγραφῆς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2498.

Middle Liddell

σύν-ευνος, ὁ, ἡ, εὐνή
a consort, Pind., Trag.

English (Woodhouse)

wife, of a man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σύζυγος). Ἀπό τό σύν + εὐνή (=κρεβάτι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.