παρακαθεύδω
English (LSJ)
A sleep beside, of a dog, Ael.VH1.13; of persons, keep watch by, τινι LXX Ju.10.20.
German (Pape)
[Seite 480] (s. εὕδω), daneben-, dabeischlafen, Ael. V. H. 1, 13 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθεύδω: καθεύδω πλησίον, ἐπὶ κυνός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, (κοιμῶμαι πλησίον), ἀγρυπνῶ πλησίον τινός, τινὶ Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄·, 20).