συσκοτασμός
Greek (Liddell-Scott)
συσκοτασμός: ὁ, τὸ συσκοτάζειν, σκοτείνιασμα, Ὠριγέν. Ὁμ. 12 εἰς Ἑξαήμ. 9.
Greek Monolingual
ὁ, Α συσκοτάζω
σκοτείνιασμα.
συσκοτασμός: ὁ, τὸ συσκοτάζειν, σκοτείνιασμα, Ὠριγέν. Ὁμ. 12 εἰς Ἑξαήμ. 9.
ὁ, Α συσκοτάζω
σκοτείνιασμα.