σκοτείνιασμα

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source

Greek Monolingual

το, Ν σκοτεινιάζω
1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι
2. ο ερχομός της νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα
3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο
β) απώλεια της καλής ψυχικής διάθεσης.