κεραυνοβλής

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, = sq., Thphr.HP3.8.5, Tz.H.4.267.

German (Pape)

[Seite 1422] ῆτος, vom Donnerkeil getroffen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβλής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ βληθείς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5.

Greek Monolingual

κεραυνοβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
κεραυνόβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ-βλής, λιθο-βλής.