στρατᾱγός, A v. στρατηγέω, στρατηγός.
στρατᾱγέω: στρατᾱγός, Δωρ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 1702, -57, 1841, κ. ἀλλ.