ἐπιπωματικός

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ή, όν,

   A serving to close up the pores, of oil, Sch.Ar.Pl.616.

German (Pape)

[Seite 974] ή, όν, bedeckend, verschließend, Schol. Ar. Plut. 616.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπωματικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπιπωματισμόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 616.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπωματικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη
νεοελλ.
ανατ. «επιπωματικοί υμένες» — δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα και στο ινιακό οστό.