έμφραξη

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔμφραξις)
1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα
2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία
3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση της φυσιολογικής μορφής του δοντιού, κν. σφράγισμα.