ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
νηρόν: «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.
νηρόν, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή].