προβατοσπαράκτης

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοσπᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ σπαράσσων πρόβατα, Μανασσ. Χρον. 5972.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατασπαράζει πρόβατα, που καταξεσχίζει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + σπαράκτης (< σπαράσσω)].