προβᾰτοσπᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ σπαράσσων πρόβατα, Μανασσ. Χρον. 5972.
ὁ, Μαυτός που κατασπαράζει πρόβατα, που καταξεσχίζει πρόβατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + σπαράκτης (< σπαράσσω)].