σπαράκτης

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, der Zerreißende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ διασπαράτων, διασχίζων εἰς τεμάχια, Ρήτορες (Walz) 3. 606. - Θηλ. σπαράκτρια, Μανασσ. Χρον. 3552. - Ἐπίθ. σπαρακτικός, ή, όν, καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σπαράκτρια, Μ σπαράσσω
αυτός που κατασπαράζει, που κατακομματιάζει κάτι.