ῥυσίπτολις
English (LSJ)
poet. for ῥυσίπολις, Epigr.Gr. (add.) 888a (Ephesus).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσίπτολις: ποιητικ. ἀντὶ ῥυσίπολις, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 888a.
English (Autenrieth)
see ἐρυσίπτολις.
poet. for ῥυσίπολις, Epigr.Gr. (add.) 888a (Ephesus).
ῥῡσίπτολις: ποιητικ. ἀντὶ ῥυσίπολις, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 888a.
see ἐρυσίπτολις.