ἐρυσίπτολις
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (ἐρύω B) protecting the city, epithet of Athena, Il.6.305 codd. (ῥυσ- Sch.), h.Hom.11.1,28.3.
German (Pape)
[Seite 1037] ἡ, Städteschirmerinn, -Retterinn, Athene, Il. 6, 301 im voc., wie H. h. 11, 1. 28, 3.
French (Bailly abrégé)
ιος;
voc. ι;
protectrice des villes (Athéna).
Étymologie: ἐρύω, πτόλις.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῠσίπτολις: ιος ἡ градохранительница, защитница городов (эпитет Афины) Hom., HH.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ, (ἐρύομαι) ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ προστατεύουσα, ὑπερασπίζουσα τὴν πόλιν, πότνι’ Ἀθηναίη, ἐρυσίπτολι (ἀλλ’ ἐν ταῖς ἀρίσταις νεωτάταις ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ἡ γραφὴ ῥυσίπτολι) Ἰλ. Ζ. 305, Ὁμ. Ὕμν. 10. 1. 28. 3.
English (Autenrieth)
(ἐρύω): city-rescuing, city-protecting, epithet of Athēna, Il. 6.305†.
Greek Monolingual
ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM)
ο προστάτης της πόλης
αρχ.
επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις.
Greek Monotonic
ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ (ἐρύομαι), αυτός που προστατεύει την πόλη, πολιούχος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐρύομαι
protecting the city, Il.