ὑπέρπολυς

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

-πόλλη, -πολυ, Ion. ὑπέρπολλος, η, ον,

   A overmuch, and in pl. over many, A.Pers.794, Hp.Epid.4.38, X.HG3.2.26, D.43.69:—ὑπέρπουλυ in Hp.Epid.2.2.23.

German (Pape)

[Seite 1201] übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πολυ, Ἰων. ὑπέρπολλος, η, ον, Ἰων. ὑπὲρ τὸ δέον πολύς, Ἱππ. 1015Η, ἐν τέλει· κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους, τοὺς πλείστους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 794, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Δημ. 1073, κλπ.

French (Bailly abrégé)

πόλλη, πολυ;
excessivement ou extrêmement abondant.
Étymologie: ὑπέρ, πολύς.