ὑπέρπολυς

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπολυς Medium diacritics: ὑπέρπολυς Low diacritics: υπέρπολυς Capitals: ΥΠΕΡΠΟΛΥΣ
Transliteration A: hypérpolys Transliteration B: hyperpolys Transliteration C: yperpolys Beta Code: u(pe/rpolus

English (LSJ)

ὑπερπόλλη, ὑπέρπολυ, Ion. ὑπέρπολλος, η, ον, overmuch, and in plural over many, A.Pers.794, Hp.Epid.4.38, X.HG3.2.26, D.43.69:—ὑπέρπουλυ in Hp.Epid.2.2.23.

German (Pape)

[Seite 1201] übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69.

French (Bailly abrégé)

πόλλη, πολυ;
excessivement ou extrêmement abondant.
Étymologie: ὑπέρ, πολύς.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπολυς: πόλλη, πολυ
1 чрезвычайно многочисленный, бесчисленный, несметный Aesch., Xen., Dem.;
2 чрезмерный (τὸ αἴτημα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πολυ, Ἰων. ὑπέρπολλος, η, ον, Ἰων. ὑπὲρ τὸ δέον πολύς, Ἱππ. 1015Η, ἐν τέλει· κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους, τοὺς πλείστους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 794, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Δημ. 1073, κλπ.

Greek Monotonic

ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πόλυ, Ιων. ὑπέρπολλος, , -ον, υπερβολικά πολύς· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell


overmuch, in plural over many, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

overmuch, very many

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)