ματίς

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῡ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].