φαρμακευτικός

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or by means of drugs or pharmacy, κάθαρσις Pl.Ti.89b: ἡ -κή (sc. τέχνη), = φαρμακεία, opp. surgery. Gal.15.425, D.L. 3.85; φ. ἰατρός one who prescribes drugs, Gal.Thras.24.

German (Pape)

[Seite 1256] zum φαρμακευτής gehörig, von ihm kommend; κάθαρσις Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. τέχνη, die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, ἰατρικός, Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = φαρμακεία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la préparation ou l’administration des médicaments.
Étymologie: φαρμακεύω.