παιδοκτίζω
English (LSJ)
corrupt for παιδοποιέω, Erot. s.v. οὐ παιδοκτίσει.
German (Pape)
[Seite 441] für παιδοποιέω, spätes, schlechtes Wort, Erotian.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοκτίζω: λέξ. ἐφθαρμένη ἀντὶ παιδοποιέω, «οὐ παιδοκτίσει, οὐ παιδοποιήσει. Κτίσαι γὰρ τὸ ποιῆσαι» Ἐρωτ. σ. 282.