παιδοκτίζω

Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

corrupt for παιδοποιέω, Erot. s.v. οὐ παιδοκτίσει.

German (Pape)

[Seite 441] für παιδοποιέω, spätes, schlechtes Wort, Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκτίζω: λέξ. ἐφθαρμένη ἀντὶ παιδοποιέω, «οὐ παιδοκτίσει, οὐ παιδοποιήσει. Κτίσαι γὰρ τὸ ποιῆσαι» Ἐρωτ. σ. 282.