ἀγαλματοποιία
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλματοποιία: ἀγαλματουργία, Πολυδ. Α. 13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
escultura Philostr.VS 495, VA 5.20, Gym.25, Porph.Abst.2.49, Poll.1.13, 7.108.
ἀγαλματοποιία: ἀγαλματουργία, Πολυδ. Α. 13.
-ας, ἡ
escultura Philostr.VS 495, VA 5.20, Gym.25, Porph.Abst.2.49, Poll.1.13, 7.108.