ἀκριτόφυρτος
English (LSJ)
ον,
A undistinguishably mixed, A. Th.360.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.
ον,
A undistinguishably mixed, A. Th.360.
ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.