ὀστρακοποιός

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ὁ,

   A potter, Gloss.

German (Pape)

[Seite 400] irdene Geschirre machend, der Töpfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀστρακοποιός, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + -ποιός].