παντομιμικός
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek (Liddell-Scott)
παντομιμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παντόμιμον, ἢ ὁ πάντα μιμούμενος, Sen. ep. XXIX, § 11 (12).
Greek Monolingual
-ή, -ό / παντομιμικός, -ή, -όν, ΝΑ παντόμιμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντόμιμο.