κατάθραυστος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ον,

   A broken in pieces, f.l. in Dsc.5.87.

Greek (Liddell-Scott)

κατάθραυστος: -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.

Greek Monolingual

κατάθραυστος, -ον (Α) καταθραύω
σπασμένος σε κομμάτια.