κατάθραυστος
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
κατάθραυστον, broken in pieces, f.l. in Dsc.5.87.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθραυστος: -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
Greek Monolingual
κατάθραυστος, -ον (Α) καταθραύω
σπασμένος σε κομμάτια.