νυκτοπλανής
English (LSJ)
ές,
A = νυκτιπλανής, Man.1.311.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπλᾰνής: -ές, = νυκτιπλανής, Μανέθων 1. 311.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νυκτιπλανής.
Étymologie: νύξ, πλανάω.
ές,
A = νυκτιπλανής, Man.1.311.
νυκτοπλᾰνής: -ές, = νυκτιπλανής, Μανέθων 1. 311.
ής, ές :
c. νυκτιπλανής.
Étymologie: νύξ, πλανάω.