πλανάω

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνάω Medium diacritics: πλανάω Low diacritics: πλανάω Capitals: ΠΛΑΝΑΩ
Transliteration A: planáō Transliteration B: planaō Transliteration C: planao Beta Code: plana/w

English (LSJ)

fut. πλανήσω LXX 4 Ki.4.28, etc.:—Pass. and Med., fut. -ήσομαι Pl.Hp.Mi.376c, Luc.Peregr.16, -ηθήσομαι D.H.Dem.9, Luc. VH2.27: aor.
A ἐπλανήθην E.Hel.598, Th.5.4, etc.: pf. πεπλάνημαι A.Pr. 565 (anap.), Hdt.7.16.β', Pl.Plt. 264c, etc.: (πλάνη):—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr.572 (lyr.), Hdt.4.128.
2 lead from the subject, in talking, D.19.335.
3 lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC316, cf. Pl.Prt. 356d, Lg.655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79; τὸν ὄχλον Ev.Jo.7.12; τὸ ἀόριστον πλανᾷ Arist.Rh. 1415a14; τὰ μὴ πλανῶντα Id.Mete.347b35; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4.
II Pass., wander, stray, ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321; ὅποι γῆς… πεπλάνημαι A.Pr.565 (anap.); π. εἰς πόλεις Lys.12.97; κατὰ τὴν χώραν Isoc.6.76; περὶ τὰ πεδία Pl.Plt. 264c: abs., S.OC347, etc.; of the planets, Pl.Lg.822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph., νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι Plot.6.7.13; of reports, travel abroad, πολλὰ… ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304.
b c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel.598; πᾶσαν γῆν Plu.Luc.34: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4.
2 wander in speaking, π. ἐν τῷ λόγῳ Hdt.2.115; digress, π. ἀπὸ τοῦ λόγου Pl.Plt. 263a.
3 c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed the right moment, Pi.N.8.4.
4 do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.β'; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr.277; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24; to be unsettled, τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα IG42(1).81.13 (Epid., i A.D.).
5 to be in doubt or at a loss, π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Hdt.6.37: more freq. abs., A.Pr.473, etc.; π. καὶ ἀπορῶ Pl.Hp. Ma.304c; ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται Id.Phd.79c; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10; πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.15.265; πλανωμένων θεραπεία παθῶν Diog.Oen.27.
6 in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3.
7 to be misled, ὑπὸ φωνῆς κοινότητος Phld.Sign.7; ταῖς ὁμωνυμίαις ib.36.

German (Pape)

[Seite 624] wie πλάζω, in die Irre, vom rechten Wege abführen; πλανᾅ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμον, Aesch. Prom. 573; Πέρσας, Her. 4, 128; durch die Rede, Dem. 19, 335; übh. verführen, täuschen, Plat. Prot. 356 d; τὸ πεπλανηκὸς ἡμᾶς, Legg. II, 655 c; τινός, Schaef. Mel. 88. – Häufiger im pass., in die Irre getrieben werden; herumirren, Il. 23, 321; καιροῦ μὴ πλαναθέντα, Pind. N. 8, 4; ὅπη γῆς πεπλάνημαι, Aesch. Prom. 564; auch geitig, irren, 471; Soph. O. C. 348; übtr., πολλὰ δὲ ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι, 305; ib. 317 ἆρ' ἔστιν; ἆρ' οὐκ ἔστιν; ἢ γνώμῃ πλανῶ; also, wenn die Lesart richtig ist (v.l. γνώμη πλανᾷ), das act. = pass. gebraucht; Eur. öfter; Her. 7, 16, 2; ἐπλανήθη Δημήτηρ, Isocr. 4, 28; unstät schwanken, irren, πλανῶμαι καὶ ἀπορῶ, Plat. Hipp. mai. 304 c; πλανᾶται καὶ ταράττεται, Phaed. 79 c, u. öfter; auch τὰ περὶ τὸ σῶμα πλανώμενα παθήματα, Tim. 88 e; ὁρῶ τῶν ἀπίστων ματαίους καὶ ἀτίμους πλανωμένους τοὺς λόγους, Xen. An. 7, 7, 24, die das rechte Ziel verfehlen und deswegen nicht geachtet sind.

French (Bailly abrégé)

πλανῶ :
I. écarter du droit chemin, égarer, acc. ; Pass. aller çà et là, errer : πλανᾶν κατὰ χώραν ISOCR errer dans un pays ; ἐν Αἰγύπτῳ PLUT en Égypte ; avec acc. de manière : πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι XÉN s'égarer en faisant beaucoup de détours;
II. fig.
1 écarter du but ; Pass. s'écarter du but : λόγοι πλανώμενοι XÉN paroles qui manquent le but;
2 tromper, abuser, acc. ; Pass. se fourvoyer, se tromper, s'abuser ; avoir l'esprit égaré.
Étymologie: πλάνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλανάω, ep. praes. med. 3 plur. πλανόωνται; Dor. ptc. aor. pass. πλαναθείς act. met acc. doen dwalen, laten zwerven; overdr. misleiden:. ἦ γνώμη πλανᾷ; misleidt mijn inzicht mij? Soph. OC 316; εἰ δὲ καὶ νυνὶ πλανᾷς με als je mij nu in feite voor de gek houdt Men. Peric. 269. intrans. telkens van onderwerp veranderen. Dem. 19.335. med.-pass. rondzwerven:; κατὰ τὴν οἰκίαν π. in huis ronddolen Aristoph. Th. 402; εἰς πόλεις π. van stad naar stad gaan Lys. 12.97; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει rampspoed waart rond en zet zich nu eens bij de een, dan weer bij de ander neer Aeschl. PV 275; ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι verhalen van reizigers doen graag de ronde Soph. OC 304; πεπλανῆσθαι αὗται μάλιστα ἐώθασι ὄψιες ὀνειράτων, τά τις ἡμέρης φροντίζει vooral die zaken waarmee de mens zich overdag bezighoudt, spoken gewoonlijk als droombeelden rond Hdt. 7.16β.2; ook van planeten. Plat. Lg. 822a. afdwalen:. ἀπὸ τοῦ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα we zijn afgedwaald van het voorgenomen onderwerp Plat. Plt. 263a. onzeker zijn:. π.... τί ἐθέλει τὸ ἔπος εἶπαι onzeker zijn wat dat woord zeggen wil Hdt. 6.37.2.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνάω: ион. πλᾰνέω
1 заставлять блуждать, уводить в сторону, сбивать с пути или с толку (τινα Her. etc.): ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Hom. кони мечутся по ристалищу; π. τινα ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμον Aesch. кружить кого-л. по песчаным взморьям; pass. блуждать, скитаться, плутать (εἰς πολλὰς πόλεις Lys.; τήνδε χθόνα Eur.; πολλοὺς ἑλιγμοὺς π. Xen.; π. καὶ ἀπορεῖν Plat.): π. ἐν τῷ λόγῳ Her. говорить сбивчиво; ἀπὸ τοῦ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα Plat. мы отклонились от стоящего перед нами вопроса; οἱ λόγοι πλανώμενοι Xen. путаные речи; π. καιροῦ Pind. упускать удобный случай; ἐνύπνια τὰ εἰς ἀνθρώπους πεπλανημένα Her. посещающие людей сновидения; π. ἐν τοῖσι λόγοισι τί ἐθέλει τὸ ἔπος εἶναι Her. теряться в догадках относительно того, что означают эти слова;
2 вводить в заблуждение: ἆρ᾽ ἔστιν; ἆρ᾽ οὐκ ἔστιν; ἢ γνώμη πλανᾷ; Soph. так это или не так, или мысль путает (меня)?; πλανῶντες καὶ πλανόμενοι NT вводя в заблуждение и (сами) заблуждаясь; πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Isocr. обезуметь.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνάω: μέλλ. ήσω, κτλ. ― Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 376C, Λουκ. Περεγρ. 16, -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 9, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 27· ἀόρ. ἐπλανήθην Εὐρ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. πεπλάνημαι Ἡρόδ., Ἀττ.· ― τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι τοὺς Ἀττ. συνῃρ. τύπους, ἀλλ’ ἐν 2. 41, πλανέονται· (πλάνη). Πεζογραφικὸς τύπος τοῦ πλάζω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς), κάμνω τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, Ἡρόδ. 4. 128, Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) παραπλανῶ, παρασύρω ἐκ τῆς ὑποθέσεως τοῦ λόγου, ἐν ὁμιλίᾳ, Δημ. 448, ἐν τέλ. 3) ὁδηγῶ ἐσφαλμένως, παρασύρω, παραπλανῶ, ἀπατῶ, ἢ γνώμῃ πλανᾷ; Σοφ. Ο. Κ. 316, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 356D, Νόμ. 655D· τὸ ἀόριστον πλανᾷ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 14, 2· τὰ μὴ πλανῶντα ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 12, 1· ― ὡσαύτως, παρασύρω ἀπὸ..., μετὰ γεν., Schäf. Mel. σ. 88. ΙΙ. Παθ., περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, παραπλανῶμαι, ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Ἰλ. Ψ. 321· ὅποι γῆς... πεπλάνημαι Αἰσχύλ. Πρ. 564· π. εἰς πόλεις Λυσ. 129. 1β· κατὰ τὴν χώραν Ἰσοκρ. 132Α· περὶ τὰ πεδία Πλάτ. Πολιτικ. 264C· ἀπολ., Σοφ. Ο. Κ. 347, κτλ.· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Πλάτ. Νόμ. 822Α, Ἀριστ., κλπ. β) μετ’ αἰτ. τόπου, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα, περιπλανηθεὶς εἰς ταύτην τὴν βάρ..., Λατ. oberrare, Εὐρ. Ἑλ. 598 (πρβλ. ἀλάομαι)· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., πολλοὺς δέ τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ κάτω πλανώμενοι μόλις ἀφικνεῖσθε ὅποι ἡμεῖς πάλαι ἥκομεν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ― ἐπὶ φημῶν, πολλά... ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι Σοφ. Ο. Κ. 304. 2) ἐξέρχομαι τοῦ προκειμένου ἐν τῷ λόγῳ, πλανᾶσθαι ἐν τῷ λόγῳ Ἡρόδ. 2. 115· πλ. ἀπὸ τοῦ λόγου Πλάτ. Πολιτικ. 263Α. 3) μετὰ γεν., πλαναθεὶς καιροῦ, ἀπωλέσας τὴν εὐκαιρίαν, ἀποτυχών, Πινδ. Ν. 8. 6. 4) πράττω τι ἀτάκτως ἢ ἀλογίστως, Ἡρόδ. 6. 52· ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα, τὰ ἀτάκτως ἐπελθόντα εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 16, 2· πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ Αἰσχύλ. Πρ. 275· πεπλανημένον τρόπον, ἀτάκτως, Ἱππ. Προγν. 4. 5· οὕτω, πεπλανημένως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1. 7. 5) πλανῶμαι τὸν νοῦν, «χάνω», Ἡρόδ. 8. 37, Αἰσχύλ. Πρ. 473· πλ. καὶ ἀπορῶ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304C· πλ. καὶ ταράττεται ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 79C· π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις Ἰσοκρ. 320D, 420A· πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Ἀντιδόσ. § 284.

English (Strong)

from πλάνη; to (properly, cause to) roam (from safety, truth, or virtue): go astray, deceive, err, seduce, wander, be out of the way.

English (Thayer)

πλανῶ; future πλανήσω; 1st aorist ἐπλάνησα; passive, present πλανωμαι; perfect πεπλάνημαι; 1st aorist ἐπλανήθην; (πλάνη); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for הִתְעָה; to cause to stray, to lead astray, lead aside from the rigid way;
a. properly; in passive, the Sept. chiefly for תָּעָה, to go astray, wander, roam about (first so in Homer, Iliad 23,321): to lead into error, to deceive: τινα, G L T Tr WH; ἑαυτόν, to be led into error (R. V. be led astray): to err, μή πλανᾶσθε, to be led aside from the path of virtue, to go astray, sin: τῇ καρδία, ἀπό τῆς ἀληθείας, to wander or fall away from the true faith, of heretics, to be led away into error and sin, ἀποπλανάω.)

Greek Monotonic

πλᾰνάω: μέλ. -ήσω, Παθ. και Μέσ. μέλ. -ήσομαι και -ηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπλανήθην, παρακ. πεπλάνημαι· (πλάνη
I. 1. όπως το πλάζω, κάνω κάποιον να περιπλανηθεί, οδηγώ κάποιον στην περιπλάνηση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· παρασύρω από την υπόθεση κατά τη διάρκεια της συζήτησης, σε Δημ.
2. οδηγώ εσφαλμένα, παραπλανώ, εξαπατώ, σε Σοφ., Πλάτ.
II. 1. Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, ξεστρατίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με αιτ. τόπου, τριγυρίζω παντού, Λατ. oberrare, σε Ευρ.· αλλά με σύστ. αντ., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι, περιφέρομαι ολόγυρα όπως σε λαβύρινθο, σε Ξεν.· λέγεται για φήμες, περιπλανώμαι μακριά από την αλήθεια, σε Σοφ.
2. απομακρύνομαι από το θέμα της συζήτησης, παρεκτρέπομαι, σε Ηρόδ.
3. με γεν., πλαναθεὶς καιροῦ, έχασε την ευκαιρία, απέτυχε, σε Πίνδ.
4. κάνω κάτι χωρίς τάξη και στην τύχη, σε Ηρόδ.· ἐνύπνια τὰἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα, έχουν έρθει σ' αυτούς με αταξία, στον ίδ.
5. πλανιέμαι νοερά, είμαι ονειροπόλος, στον ίδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

πλάνη
I. like πλάζω, to make to wander, lead wandering about, Hdt., Aesch.:— to lead from the subject, in talking, Dem.
2. to lead astray, mislead, deceive, Soph., Plat.
II. Pass. to wander, roam about, stray, Il., Aesch.; c. acc. loci, to wander over, Lat. oberrare, Eur.; but c. acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι to wander about as in a labyrinth, Xen.:— of reports, to wander abroad, Soph.
2. to wander in speaking, digress, Hdt.
3. c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed one's opportunity, Pind.
4. to do a thing irregularly or at random, Hdt.; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα that have visited them irregularly, Hdt.
5. to wander in mind, to be at a loss, Hdt., Aesch.

Chinese

原文音譯:plan£w 普拉那哦
詞類次數:動詞(39)
原文字根:離正道 相當於: (תָּעָה‎)
字義溯源:流浪,迷惑,迷路,迷糊,迷失,引入歧途,錯了,領錯路,欺哄,引誘,飄流無定,走差了,誘惑,欺,欺騙,欺哄人,錯,自欺,犯罪;源自(πλάνη)=詐欺,錯謬);而 (πλάνη)出自(πλάνος)*=漂泊)。這字有三方面的含意:
1)說到人沒有基督的信,按照人天然的生命而活,就如迷路的羊( 彼前2:25)
2)信徒不留意真實的教導,結果就受自欺欺人( 林前6:9; 15:33; 加6:7)
3)撒但存心欺騙,用假教師迷惑基督徒和世人。在這字39次的使用中,有20次是屬於這一類的。參讀 (ἀπατάω)同義字
出現次數:總共(39);太(8);可(4);路(1);約(2);林前(2);加(1);提後(2);多(1);來(3);雅(2);彼前(1);彼後(1);約壹(3);啓(8)
譯字彙編
1) 迷惑(7) 太24:4; 太24:11; 可13:5; 啓12:9; 啓13:14; 啓20:8; 啓20:10;
2) 迷惑了(3) 太24:24; 啓18:23; 啓19:20;
3) 迷路的(3) 太18:12; 太18:13; 彼前2:25;
4) 引誘(2) 約壹2:26; 啓2:20;
5) 自欺(2) 林前6:9; 加6:7;
6) 你們錯了(2) 太22:29; 可12:24;
7) 受迷惑(2) 路21:8; 多3:3;
8) 要迷惑(2) 太24:5; 可13:6;
9) 你們是⋯錯了(1) 可12:27;
10) 誘惑(1) 約壹3:7;
11) 他⋯迷惑(1) 約7:12;
12) 牠⋯迷惑(1) 啓20:3;
13) 欺(1) 約壹1:8;
14) 他們⋯迷糊(1) 來3:10;
15) 你們⋯自欺(1) 林前15:33;
16) 失迷的(1) 來5:2;
17) 被人欺哄(1) 提後3:13;
18) 他們欺哄人(1) 提後3:13;
19) 受了迷惑(1) 約7:47;
20) 走迷了路(1) 太18:12;
21) 飄流無定(1) 來11:38;
22) 迷失(1) 雅5:19;
23) 被引入歧途(1) 雅1:16;
24) 就走差了(1) 彼後2:15

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=παραπλανῶ, παρασύρω). Ἀπό τό οὐσ. πλάνη (=περιπλάνηση, ἀπάτη) καί εἶναι πεζογραφικός τύπος τοῦ πλάζω.
Παράγωγα: πλάνημα, πλάνης -ητος (=ἀλήτης), πλάνησις, πλανητέον, πλανήτης, πλανητικός, πλανητός, ἀπλανής (=σταθερός), πλανόδιος, πλάνος, πεπλανημένως, πλανοστιβής (=ὁ καταπατούμενος ἀπό ἀλῆτες), καί τό ἀερόπλανον.

Lexicon Thucydideum

errare, to wander, err, 2.4.7, 2.102.6, 5.4.3, 7.44.8, 8.42.2, 8.105.3.