μολιβδόδετος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek (Liddell-Scott)

μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.

Greek Monolingual

μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.