μολιβδόδετος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.

Greek Monolingual

μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.