ἀπερίοδος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
German (Pape)
[Seite 288] unperiodisch, λἐξις D. Hal. C. V. c. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοδος: -ον, ὁ μὴ ἔχων περίοδον, ἀπερίοδον… λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 126.
Spanish (DGE)
-ον
gram. que no forma períodos, no periódico λέξις D.H.Comp.113.4, ὁ ἑξῆς νοῦς ἀπερίοδος ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενος D.H.Comp.139.11.