ἀπερίοδος

From LSJ
Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

German (Pape)

[Seite 288] unperiodisch, λἐξις D. Hal. C. V. c. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίοδος: -ον, ὁ μὴ ἔχων περίοδον, ἀπερίοδον… λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 126.

Spanish (DGE)

-ον
gram. que no forma períodos, no periódico λέξις D.H.Comp.113.4, ὁ ἑξῆς νοῦς ἀπερίοδος ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενος D.H.Comp.139.11.