ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
[Seite 1123] s. unter τλα'Ω.
τλῆμι: ἴδε ἐν λέξ. *τλάω.
τλῆμι: βλ. τλάω.