παχύδενδρος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A thick with trees, ἄλση Him.Or.23.17.

German (Pape)

[Seite 539] dickbäumig, mit dicken Bäumen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ δένδρα, παχ. ἄλσος Ἱμέρ. 23. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παχυ- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλί-δενδρος].