παχύδενδρος
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
παχύδενδρον, thick with trees, ἄλση Him.Or.23.17.
German (Pape)
[Seite 539] dickbäumig, mit dicken Bäumen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ δένδρα, παχ. ἄλσος Ἱμέρ. 23. 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παχυ- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλίδενδρος].