γραμματοκύφων

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ῡ], ωνος, nickname of a γραμματεύς,

   A porer over records, D.18.209, Ph.2.536: pl., ib.520.

German (Pape)

[Seite 504] ωνος, ὁ, bei Dem. 17, 209 Schmähwort, für γραμματεύς, Aktenhocker.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοκύφων: [ῡ], ωνος, σκωπτικὸν ὄνομα γραμματέως, ὁ κύπτων ἢ κεκυφὼς ὑπεράνω τῶν ἐγγράφων, Δημ. 297. 22, Φίλων 2. 536.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
misérable scribe litt. courbé sur son écriture.
Étymologie: γράμμα, κύπτω.