γραμματοκύφων
English (LSJ)
[ῡ], ωνος, nickname of a γραμματεύς,
A porer over records, D.18.209, Ph.2.536: pl., ib.520.
German (Pape)
[Seite 504] ωνος, ὁ, bei Dem. 17, 209 Schmähwort, für γραμματεύς, Aktenhocker.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτοκύφων: [ῡ], ωνος, σκωπτικὸν ὄνομα γραμματέως, ὁ κύπτων ἢ κεκυφὼς ὑπεράνω τῶν ἐγγράφων, Δημ. 297. 22, Φίλων 2. 536.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
misérable scribe litt. courbé sur son écriture.
Étymologie: γράμμα, κύπτω.